- προσδιατρίβω
- Α1. συναναστρέφομαι με κάποιον («ἑαυτοὺς αἰτιάσονται οἱ προσδιατρίβοντές σοι τῆς αὑτῶν ταραχῆς καὶ ἀπορίας», Πλάτ.)2. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι3. διαμένω, παραμένω κοντά («πυρὸς ὄγκῳ προσδιατρίβοντος», Πλούτ.)4. μένω περισσότερο χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + διατρίβω «συναναστρέφομαι, ενασχολούμαι, καταγίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.